- περισταλάδην
- και περισταλαδόν Αεπίρρ.1. βλ. περιστολάδην2. με σταγόνες3. (κατά τον Ησύχ.) «περισταλαδόν, περισταζόμενον, περιρρεόμενον τῷ χόλῳ».[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + θ. σταλα- τού σταλάσσω + επιρρμ. κατάλ. -δην / -δόν].
Dictionary of Greek. 2013.